- προάνεσις
- προάν-εσις, εως, ἡ,A previous relaxation, Gal.14.736.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προάνεσις — έσεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων χαλάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄνεσις «χαλάρωση»] … Dictionary of Greek
προανέσεως — προανέσεω̆ς , προάνεσις previous relaxation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)